θωρακοφόρος

θωρακοφόρος
-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θωρακοφόρος — θωρᾱκοφόρος , θωρακοφόρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει θώρακα. 2. το αρσ. ως ουσ., θωρακοφόροι, οι ειδικό σώμα στον περασμένο αιώνα βαριά οπλισμένων ιππέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρηκοφόροι — θωρακοφόρος masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρηκοφόρους — θωρακοφόρος masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακοφόρον — θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος masc/fem acc sg θωρᾱκοφόρον , θωρακοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβάτος — ζαβᾱτος, ὁ (Μ) [ζάβα] στρατιώτης που φορεί ζάβα, θώρακα, θωρακοφόρος …   Dictionary of Greek

  • θοιρακωτός — ή, ό [θώρακας] 1. αυτός που έχει επενδυθεί με θώρακα, θωρακισμένος, θωρακοφόρος 2. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το θωρακωτό α) πλοίο τού οποίου οι ιστοί ήταν εφοδιασμένοι με θωράκια, κν. κοφάδο β) θωρηκτό* …   Dictionary of Greek

  • θωρακίτης — ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, ίτιδος) νεοελλ. ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής αρχ. 1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα,… …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφορία — θωρακοφορία, ἡ (Μ) [θωρακοφόρος] το να φέρει κάποιος θώρακα …   Dictionary of Greek

  • θωρηκοφόρος — θωρηκοφόρος, ον (Α) ιων. τ. τού θωρακοφόρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”